σπινθήρων

σπινθήρων
σπινθήρ
spark
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • πυρεκβολίτης — ὁ, Α (ενν. λίθος) λίθος ο οποίος ήταν ονομαστός για την εκβολή σπινθήρων με τους οποίους άναβαν φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρεκβόλος + κατάλ. ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πυροτέχνημα — το, Ν 1. τεχνολ. κατασκεύασμα από εύφλεκτες ουσίες που χρησιμοποιείται για την παραγωγή φωτός, σπινθήρων, καπνού, συριγμών και κρότων 2. μτφ. λόγος εντυπωσιακός αλλά ανούσιος και, γενικότερα, κάθε ενέργεια ή δραστηριότητα που στερείται… …   Dictionary of Greek

  • σπιθοβολή — η, Ν [σπιθοβολώ] σπινθηροβολία, εκπομπή σπινθήρων …   Dictionary of Greek

  • σπιθοβόλημα — το, Ν [σπιθοβολώ] το σπινθηροβόλημα, η εκπομπή σπινθήρων …   Dictionary of Greek

  • σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρίζω — ΝΜΑ [σπινθήρ(ας)] 1. εκπέμπω σπινθήρες, σπινθηροβολώ 2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, ακτινοβολώ, φεγγοβολώ νεοελλ. 1. (για κρασί) σπιθίζω 2. φρ. «σπινθηρίζον πνεύμα» πνεύμα που εκπέμπει σπινθήρες ευφυΐας, που πετάει σπίθες, πολύ έξυπνο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”